φλοιοβαφή

φλοιοβαφή
η краситель (из коры дуба и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φλοιοβαφή" в других словарях:

  • φλοιοβαφή — η, Ν χρωστική ύλη από τον φλοιό τής δρυός ή άλλων δένδρων, αλλ. φλοιοχρωστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + βαφή] …   Dictionary of Greek

  • φλοιοχρωστική — η, Ν η φλοιοβαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + χρωστική] …   Dictionary of Greek

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»